- οὐαστὴς
- οὐαστὴς θρίαμβος, = Lat.A ovatio, D.H.5.47.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουαστής — οὐαστής, ὁ (Α) (κατά τον Διον. Αλ.) «θρίαμβος». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ovatio, ionis «θρίαμβος»] … Dictionary of Greek